- αβλαστολόγητος
- -η, -οεκείνος που δεν του κόπηκαν τα βλαστάρια: Φέτος τ' αμπέλια κινδύνευαν να μείνουν αβλαστολόγητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβλαστολόγητος — η, ο [βλαστολογώ] αυτός που δεν βλαστολογήθηκε … Dictionary of Greek